21 Μαΐου 2011

Γιατί οι δικτάτορες αγαπούν το διαδίκτυο

Ζούμε στην εποχή της Google, του Facebook και του Twitter. Οι τεράστιες δυνατότητες πληροφόρησης και επικοινωνίας που παρέχουν οι πρωτεργάτες του λεγόμενου Web 2.0 έχουν μετατρέψει πολλούς, ακόμα και στα υψηλότερα κλιμάκια της δυτικής πολιτικής,...

σε αποστόλους της δημοκρατικής επανάστασης μέσω της τεχνολογίας. Στο σημαντικό βιβλίο του «The Net Delusion», ο Λευκορώσος αναλυτής Εβγκένι Μορόζοφ προσφέρει ένα απαραίτητο αντίδοτο για τους ουτοπιστές της τεχνολογίας.

Ο κ. Μορόζοφ, που θα δώσει διάλεξη στις 24 Μαΐου στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, μίλησε στην «F.S.» για τους κινδύνους που κρύβει η υιοθέτηση των όπλων του διαδικτύου από δικτάτορες και τη σημασία μιας πιο ρεαλιστικής αποτίμησης της ικανότητας των ψηφιακών τεχνολογιών να επιφέρουν πολιτική αλλαγή.

Στο βιβλίο σας ταυτοποιείτε δύο βασικούς υπεύθυνους για την προβληματική προσέγγιση της Δύσης στην προώθηση της ελευθερίας στο διαδίκτυο: την ιδεολογία του «κυβερνο-ουτοπισμού» και τη φιλοσοφία δράσης που ονομάζετε διαδικτυο-κεντρισμό. Μπορείτε να μας εξηγήσετε τις δύο αυτές έννοιες και πώς η αλληλεπίδρασή τους είναι αναποτελεσματική ή ακόμα και επικίνδυνη;

Ο «κυβερνο-ουτοπισμός» περιγράφει τι σκεπτόμαστε για το διαδίκτυο – τείνουμε να υπερεκτιμούμε τη θετική του συνεισφορά στον εκδημοκρατισμό και να αγνοούμε τελείως τη χρησιμότητά του για δικτάτορες ως μέσο προπαγάνδας και παρακολούθησης. Ο διαδικτυο-κεντρισμός περιγράφει πώς σκεπτόμαστε για το διαδίκτυο – συχνά, δηλαδή, του δίνουμε προτεραιότητα έναντι πολιτικών, κοινωνικών, ιστορικών και πολιτιστικών παραγόντων, με αποτέλεσμα να καταλήγουμε σε ρηχές και απλοϊκές ερμηνείες. Στο «Net Delusion» εστιάζω κυρίως στο πώς αυτές οι δύο πτυχές της κατανόησής μας του διαδικτύου επηρεάζουν τη διαμόρφωση πολιτικής και, ειδικότερα, την «ατζέντα της ελευθερίας» – δηλαδή την προώθηση της δημοκρατίας σε απολυταρχικά καθεστώτα. Οι δύο αυτές πτυχές συχνά οδηγούν σε υπερβολικές προσδοκίες, σε λάθος κατανομή πόρων, στη δημιουργία πλαστών ηρώων (το Twitter κέρδισε υποψηφιότητα για το Νόμπελ Ειρήνης εξαιτίας του υποτιθέμενου ρόλου του στις ιρανικές διαδηλώσεις το 2009), σε λανθασμένες προτεραιότητες (π.χ. την ενίσχυση των bloggers και των αντιφρονούντων αντί για την αποτροπή της πώλησης λογισμικού παρακολούθησης και λογοκρισίας από δυτικές εταιρείες σε δικτάτορες) και σε έλλειψη κριτικού πνεύματος σε σχέση με τις πιθανές αρνητικές πλευρές ορισμένων εργαλείων που παρουσιάζονται ως «πανάκειες» κατά του αυταρχισμού.

Γιατί οι δυτικοί διαμορφωτές πολιτικής έχουν αργήσει τόσο πολύ να καταλάβουν την παραπλανητική φύση αναλογιών όπως αυτή περί του «Great Chinese Firewall»; Υπάρχει πλέον μια συνειδητοποίηση του πώς τεχνολογίες του Web 2.0 μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπέρ –και όχι μόνο κατά– απολυταρχικών καθεστώτων;

Φράσεις όπως το «Great Firewall of China» χρωστούν την ύπαρξή τους σε παλαιότερες προσπάθειες –κυρίως από την κυβέρνηση των ΗΠΑ– να παρακάμψουν τις παρεμβολές Σοβιετικών σε δυτικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς. Πολλοί στην Ουάσινγκτον ακόμα πιστεύουν ότι η μοναδική αντίδραση των απολυταρχικών κυβερνήσεων απέναντι στο διαδίκτυο θα είναι να το φιλτράρουν και να το μπλοκάρουν. Αυτός είναι και ο λόγος που τόση δουλειά και τόση συζήτηση εστιάζεται στη δημιουργία καλύτερων εργαλείων για την παράκαμψη αυτών των περιορισμών. Κατά τη γνώμη μου, είναι μία εσφαλμένη οπτική. Η πρόσφατη ιστορία δείχνει ότι οι δικτάτορες έχουν εμπλακεί με πολύ πιο σύνθετο τρόπο στο διαδίκτυο. Άρα πρέπει να απαγκιστρωθούμε από την ψυχροπολεμική νοοτροπία, αν θέλουμε πραγματικά να καταλάβουμε τον πολιτικό και κοινωνικό ρόλο που παίζει το διαδίκτυο ανά τον κόσμο. Δεν είμαι σίγουρος ότι αυξάνεται η δημόσια κατανόηση των νέων, ύπουλων χρήσεων του διαδικτύου για απολυταρχικούς σκοπούς. Αυτό που υπάρχει είναι αυξανόμενος έλεγχος των πολιτικών προστασίας προσωπικών δεδομένων εταιρειών όπως το Facebook – κάτι που νομίζω ότι είναι υγιές, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε μια πιο θεμελιώδη επανεξέταση του πώς πρέπει να διαχειριζόμαστε αυτές τις τεχνολογίες στη Δύση, ώστε να μη γίνονται αντικείμενο κατάχρησης από δικτάτορες.

Μία άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή του βιβλίου αφορά τη θεοποίηση, από τη Δύση, του διαδικτυακά ενεργού πληθυσμού σε αυταρχικές χώρες. Οι άνθρωποι αυτοί παρουσιάζονται συλλήβδην ως γενναίοι αντιφρονούντες, ενώ στην πραγματικότητα χρησιμοποιούν το διαδίκτυο περισσότερο για να ψυχαγωγηθούν παρά για να ενημερωθούν. Συμβαίνει το ίδιο και στη Δύση; Μας έχει κάνει το διαδίκτυο πιο συνειδητούς και ενεργούς πολίτες; Ή μήπως, συνολικά, είναι πιο πολύ για αστεία βίντεο και πορνό;

Στατιστικά μιλώντας, φυσικά, η ζήτηση για πορνό επικρατεί της ζήτησης για σοβαρή ανάλυση της κλιματικής αλλαγής. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν τρόποι να προωθήσει το διαδίκτυο το διάλογο για σοβαρά θέματα – απλώς πρέπει να ξεκινήσουμε με τη ρεαλιστική υπόθεση ότι για τον περισσότερο κόσμο αυτό θα είναι αδιάφορο, καθώς έχουν πιο πιεστικές ανάγκες. Σε απολυταρχικά κράτη, κάποιες από αυτές τις ανάγκες είναι ακόμα πιο πιεστικές σε σχέση με τη Δύση, γιατί άλλοι τρόποι δημιουργικής έκφρασης –π.χ. η σύσταση μιας επιτυχημένης επιχείρησης– μπορεί να έχουν αποκλειστεί εξαιτίας της πολιτικής. Άρα το διαδίκτυο προσφέρει τη δυνατότητα απόδρασης. Αυτό πρέπει να αναγνωριστεί πριν αρχίσουμε να θεωρητικολογούμε για το πώς το διαδίκτυο θα ενισχύσει τη συμμετοχή – παρ’ ότι κάτι τέτοιο δεν είναι αδύνατο, θα είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί.

Ποια είναι η άποψή σας για τη νέα νομοθετική πρόταση που κατέθεσε προ ολίγων ημερών ο πρόεδρος Ομπάμα για έναν πιο ασφαλή κυβερνοχώρο; Ανησυχείτε για τις επιπτώσεις που θα υπάρξουν για τα προσωπικά δεδομένα των χρηστών όταν ιδιωτικές εταιρείες θα ζητούν βοήθεια από το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ;

Η φράση «ασφαλής κυβερνοχώρος» μου μοιάζει ιδιαιτέρως οργουελιανή. Η ειρωνεία είναι ότι μία από τις μεγαλύτερες απειλές κατά της ελευθερίας του διαδικτύου είναι η ίδια η αμερικανική κυβέρνηση, με τα τεράστια ποσά που δαπανά για την ανάπτυξη προηγμένων τεχνολογιών παρακολούθησης του διαδικτύου, εργαλείων εξόρυξης δεδομένων κτλ. Σίγουρα δεν θα εμπιστευόμουν την αμερικανική κυβέρνηση στο ρόλο του ύπατου κηδεμόνα του διαδικτύου.

Θυμάστε όταν η Google αποτάθηκε στην Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ (NSA) όταν δέχτηκε επίθεση, κατά τα φαινόμενα, από κάποιον στην Κίνα; Αυτό έγινε για έναν συγκεκριμένο λόγο: Στην NSA βρίσκεται όλο το ταλέντο, τα εργαλεία και τα λεφτά. Επιπλέον, υπάρχει ένα τεράστιο πρόβλημα σύγκρουσης συμφερόντων, καθώς πολλά κυβερνητικά στελέχη πηγαίνουν στον ιδιωτικό τομέα και εργάζονται σε διάφορα προγράμματα για την ασφάλεια του κυβερνοχώρου – οι άνθρωποι αυτοί έχουν άμεσο συμφέρον να υπερβάλουν σχετικά με τη φύση του προβλήματος και να δημιουργήσουν ένα κλίμα φόβου, που θα τους επιτρέψει να κερδίσουν κρατικές συμβάσεις. Όλη αυτή η υστερική ρητορική περί κυβερνοπολέμου πρέπει να εξεταστεί εξονυχιστικά: δεν εννοώ ότι δεν υπάρχει ζήτημα, αλλά πρέπει να απαιτούμε περισσότερα στοιχεία πριν αποφασίσουμε να αλλάξουμε θεμελιωδώς το πώς λειτουργεί το διαδίκτυο.

Wikileaks: Θα χαρακτηρίζατε τον Ασάντζ κυβερνο-ουτοπιστή και οπαδό του διαδικτυο-κεντρισμού; Η άρνησή του να φιλτράρει το υλικό που έχει στη διάθεσή του δεν τον τοποθετεί σε αυτά τα στρατόπεδα;

Το Wikileaks είναι μία πολύ low-tech οργάνωση, αν το σκεφτείτε. Εντάξει, έχουν έναν ιστότοπο που δημοσιεύει ορισμένες ιστοσελίδες και μία ασφαλή σελίδα για να φορτώνονται αυτά τα έγγραφα, αλλά δεν έχουν όλες αυτές τις ανοησίες του Web 2.0 (σχόλια, φόρουμ, ψηφοφορίες κτλ.). Άρα δεν βλέπω την τεχνολογία να παίζει κάποιον θεμελιώδη ρόλο στη σκέψη του Ασάντζ για τη διαφάνεια. Μπορεί να είναι πολύ ουτοπιστής σε σχέση με τη διαφάνεια, αλλά πρόκειται για ουτοπισμό (αφέλεια;) για την πολιτική, όχι για την τεχνολογία. Σε θέματα τεχνολογίας είναι μάλλον ρεαλιστής – αναγνωρίζει π.χ. τις δυνατότητες παρακολούθησης που παρέχει το Facebook σε δικτάτορες.

Η μανία με το Facebook και το Twitter κυριάρχησε και στην κάλυψη της αραβικής εξέγερσης. Τι ρόλο πιστεύετε ότι έπαιξε το διαδίκτυο στα γεγονότα; Δεν ήταν ικανή συνθήκη, αλλά μήπως ήταν αναγκαία;

Τα ΜΜΕ χρειάζονται κάτι να λένε – και είναι εύκολο να μιλάς για κοινωνικά δίκτυα στη Μέση Ανατολή χωρίς να δείχνεις βλαξ, ακόμα κι αν δεν ξέρεις τίποτα για την Αίγυπτο και την Τυνησία.

Το Twitter δεν έπαιξε σχεδόν κανένα ρόλο, πέρα από το να επιτρέπει σε διεθνείς παρατηρητές να ανταλλάσσουν πληροφορίες. Η συνεισφορά του Facebook είναι πιο σημαντική και αφορά αρκετούς μήνες πριν από τον ξεσηκωμό. Κανένα από τα δύο καθεστώτα δεν επέδειξε ιδιαίτερη ικανότητα στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, όπως κάνουν τα καθεστώτα στη Ρωσία, την Κίνα και (σε μικρότερο βαθμό) το Ιράν. Ίσως είχαν απολέσει σε τέτοιο βαθμό τη νομιμοποίησή τους, που όποια διαδικτυακή στρατηγική κι αν ακολουθούσαν, δεν θα ήταν επαρκής.

Πολλά σε αυτή την υπόθεση μένουν να ξεκαθαριστούν: υπήρχαν ήδη πολλοί Αιγύπτιοι στο Facebook το 2008 και, παρ’ όλα αυτά, το κύμα διαμαρτυρίας τότε δεν οδήγησε σε κάτι ουσιώδες. Το σημαντικό είναι η ανάλυση της συνεισφοράς των κοινωνικών δικτύων να κατευθύνεται από γνώση των πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών στις δύο χώρες.

Τα νέα του Ωρωπού

Δεν υπάρχουν σχόλια:

 
Related Posts with Thumbnails